Ορισμένες από τις σκηνές που εκτυλίχθηκαν πριν από την ιστορική ψηφοφορία της περασμένης Κυριακής στο Κογκρέσο για τη μεταρρύθμιση του αμερικανικού συστήματος υγείας, θα έπρεπε να εγγραφούν στο συλλογικό υποσυνείδητο των ΗΠΑ.
Στο Οχάιο, μία ομάδα από αποβράσματα των λεγόμενων «πάρτι τσαγιού» επιτέθηκε σε άνδρα που είχε επάνω του μια ταμπέλα, η οποία έγραφε ότι πάσχει από Πάρκινσον. Σε βίντεο που κυκλοφόρησε ευρέως στο Διαδίκτυο και στην τηλεόραση, ένα από τα μέλη της ομάδας σκύβει προς το μέρος του δύσμοιρου ανθρώπου και του λέει επιτιμητικά: «Αν ψάχνεις για ελεημοσύνη, βρίσκεσαι στο λάθος μέρος». Ενας άλλος πετάει ένα χαρτονόμισμα στον ασθενή και του λέει «θα πληρώσω εγώ για την περίθαλψή σου, άρχισε να μαζεύεις».
Στην Ουάσιγκτον, το προηγούμενο Σάββατο, πολέμιοι της μεταρρύθμισης στην υγεία έφτυσαν έναν Αφροαμερικανό βουλευτή και φώναξαν ρατσιστικά συνθήματα σε δύο άλλους, συμπεριλαμβανομένου και του Τζον Λιούις, ήρωα του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων. Επίσης, αντικείμενο χλευασμού έγινε και ο Δημοκρατικός βουλευτής Μπάρνεϊ Φρανκ, επειδή είναι ομοφυλόφιλος.
Σε κάποια στιγμή, πρέπει επιτέλους να αποφασίσουμε ως χώρα ότι δεν θα ανεχθούμε τέτοιες πρακτικές: δεν μπορούμε να μένουμε σιωπηλοί την ώρα που μισαλλόδοξοι διαδηλωτές εξυβρίζουν μέλη του Κογκρέσου με χαρακτηρισμούς που η εφημερίδα δεν μου επιτρέπει να αναφέρω εδώ.
Είμαστε πια στο 2010, έχουμε δηλαδή ήδη αργήσει να επαναστατήσουμε εναντίον της κάθε αλητείας και να την καταπολεμήσουμε στη ρίζα της. Ηλθε η στιγμή για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να αναλάβει τις ευθύνες του για τα προαναφερθέντα φαινόμενα, για την προστασία και την ανοχή που δείχνει σε εκδηλώσεις μισαλλοδοξίας, μεταξύ των μελών και των υποστηρικτών του.
Εδώ και δεκαετίες, οι Ρεπουμπλικανοί έχουν μετατραπεί σε κόμμα του φόβου, της αμάθειας και του διχασμού. Το μόνο που έχει να κάνει κάποιος είναι να δει τι έκαναν όσο κυβερνούσαν. Με τις πολιτικές τους, δημιούργησαν τις μεγαλύτερες ανισότητες στη σύγχρονη ιστορία της Αμερικής και στη συνέχεια έφεραν το σύστημα ένα βήμα πριν από την πλήρη κατάρρευση. Ως χώρα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα άνευ προηγουμένου χάος και το μόνο που προτείνουν οι Ρεπουμπλικανοί για να το αντιμετωπίσουμε είναι φοροαπαλλαγές για τους πλουσίους. Πρόκειται για το κόμμα που υποστήριζε ότι υπάρχουν όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ, που αρνείται το δικαίωμα στην άμβλωση και που διαδίδει φήμες ότι με τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας θα θεσπιστούν κρατικές επιτροπές θανάτου. Είναι το κόμμα που ρίχνει νερό στο μύλο του ακροδεξιού εξτρεμισμού που ακούμε στα αμερικανικά ραδιόφωνα, το κόμμα που συνεχίζει να υποστηρίζει με τρόπο σχιζοφρενικό και εμετικό το μίσος και τις φυλετικές διακρίσεις.
Ο παρουσιαστής του καναλιού Fox News, Γκλεν Μπεκ, αποκάλεσε τον Μπαράκ Ομπάμα «ρατσιστή», λέγοντας ότι «ο πρόεδρος τρέφει βαθύ και άσβεστο μίσος για τη λευκή φυλή». Ο πρώην υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για το προεδρικό χρίσμα, Μάικ Χάκαμπι, σχολίασε τις πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση, σημειώνοντας ότι «ο Λένιν και ο Στάλιν θα τις ενέκριναν». Οι Ρεπουμπλικανοί λοιπόν, όχι μόνο δηλητηριάζουν την πολιτική ατμόσφαιρα, αλλά έχουν και την απαίτηση να συνεργάζεται μαζί τους ο πρόεδρος σε διακομματικές πρωτοβουλίες.
Το τοξικό νέφος που εκλύουν είναι φυσικό παρεπόμενο του φόβου και του διχασμού που διατρέχει το κόμμα τους. Βλέπουν τον κόσμο ως πεδίο διαρκούς σύγκρουσης - μεταξύ μαύρων και λευκών, ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων, ντόπιων και μεταναστών και ούτω καθεξής. Δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται την τεράστια ζημιά που έχει προκαλέσει στην Αμερική η ρητορική τους. Δυστυχώς όμως, όταν συζητούνται τα θέματα της μετανάστευσης, ή του γάμου μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου ή η καταστροφική πολιτική της μείωσης της φορολογίας, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη δύο πόλεμοι, κανείς δεν ρίχνει τις ευθύνες στους Ρεπουμπλικανούς.
Αν και οι πολίτες εξοργίζονται με τις ανυπόστατες φήμες που διαδίδουν οι Ρεπουμπλικανοί -όπως ότι ο Ομπάμα θα στείλει τις γιαγιάδες στο θάλαμο αερίων-, δεν δίνουν σημασία στον πόλεμο που έχει κηρύξει το συντηρητικό τους κόμμα στα συνδικάτα και στις συλλογικές διαπραγματεύσεις - οδηγώντας έτσι τους απλούς εργαζόμενους στη φτώχεια.
Αν τους επιτρέπαμε, οι Ρεπουμπλικανοί θα είχαν προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στη χώρα. Ο Τζορτζ Μπους προσπάθησε, για παράδειγμα, να περικόψει την κοινωνική ασφάλιση. Ο δε Τζον Μακέιν σχεδίαζε να φέρει τη Σάρα Πέιλιν μια ανάσα από τον Λευκό Οίκο και να διορίσει ως υπουργό Οικονομικών τον Φιλ Γκραμ, ένα ζηλωτή της απορρύθμισης των αγορών, ο οποίος έλεγε ότι οι πολίτες πάσχουν από «διανοητική ύφεση».
Εν κατακλείδι, ένα κόμμα που προωθεί την άγνοια (θυμηθείτε το σύνθημα: «Πείτε όχι στην υπερθέρμανση του πλανήτη») και ανέχεται τη μισαλλοδοξία, δεν είναι δυνατόν να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της Αμερικής. Τη δεκαετία του 1960, ο Τζον Λιούις διακινδύνευσε τη ζωή του και υπέμεινε φρικτά βασανιστήρια προκειμένου να διασφαλίσει ίσα πολιτικά δικαιώματα για τους μαύρους. Την ίδια στιγμή, Ρεπουμπλικανοί όπως ο Ρόναλντ Ρέιγκαν και ο Μπάρι Γκολντγουότερ συμμαχούσαν με συντηρητικούς Δημοκρατικούς για να εκτροχιάσουν το σχετικό νομοσχέδιο του Λίντον Τζόνσον. Στη συνέχεια, κατέλαβαν την ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Και ο κ. Λιούις, βουλευτής πλέον, πρέπει να υπομείνει τα αποβράσματα που έφεραν μαζί τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου